Μάιος 2005
Κάποιος μου το λέει από την πρώτη ημέρα ήδη, μόλις φθάνω στον Σίβα: "Το καφενείο του Κώστα ανακαινείται". Περίεργη πηγαίνω σύντομα να δω τι και πως. Ευτυχώς ούτε το γκρεμίσανε ούτε το καλύψανε με μπετόν. Η ανακαίνηση γείνεται με πέτρα. ![]() Μπροστά στην οικοδομή είναι μαζεμένα μερικά άτομα και παρατηρούνε το οίκημα. Εμένα μου επιτρέπουνε να μπω μέσα για να δω και να βγάλω φωτογραφίες. Αν κατάλαβα καλά, θα γείνει πάλι καφενείο, με μία μικρή αυλή μπροστά για μερικά τραπέζια και καρέκλες. Χαίρωμε από τώρα στην σκέψη, ότι κάποτε θα μπορέσω και πάλι να καθήσω εδώ. ![]() Είναι ένας στενός συγγενής του Κώστα, που θα ξανανοίξει το καφενείο. Ένας λιγομίλητος, νέος στα χρόνια άνδρας. Του λέω τι σήμαινε ο Κώστας για μένα αλλά και για πολλούς άλλους. Λίγο αργότερα, όταν εγώ έχω φύγει και πηγαίνω πεζή τον δρόμο για τα Μάταλα, αυτός με συναντάει με το αυτοκίνητό του και με καλεί να ανέβω. Οδηγώντας βγάζει αμίλητος από το ντουλαπάκι και μου δείχνει μία φωτογραφία του Κώστα.... Φθινόπωρο 2005
![]() Όπως πληροφορήθηκα από γνωστούς το φθινόπωρο του 2005, το καφενείο άνοιξε στο μεταξύ πάλι. Στην πινακίδα πάνω από την πόρτα διαβάζει κανείς τώρα: Κεντρικό Καφενείον Κρητών »Κώστας«. Οκτώβρης 2006
Συγκινημένη μπήκα στο καφενείο για πρώτη φορά μετά την ανακαίνιση. Δύο τραπέζια είναι πιασμένα. Αριστερά, δίπλα στην είσοδο, κάποιες τουρίστριες, δεξιά, τρεις κάτοικοι του χωριού, που τους θυμάμαι καλά. Ο ένας από αυτούς είναι πολύ ηλικιωμένος. Τον θυμάμαι, όταν αυτός την εποχή του πολέμου στον περσικό κόλπο, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στο παλιό καφενείο του Κώστα αντάλλαζε με άλλους συγχωριανούς του επιχειρήματα υπέρ και κατά του πολέμου με δυνατή φωνή. Σήμερα πια είναι βαρήκοος και οι σχετικά νεότεροι τον πειράζουνε γι’αυτό. ![]() Αν και το νέο καφενείο είναι σε σύγκριση με το παλιό κάτι το τελείως διαφορετικό, νιώθω ξαφνικά να βρίσκομαι στην παλιά εποχή. Είναι οι φωτογραφίες του Κώστα στους τοίχους, που με ξαναγυρίζουνε εκεί: Ο Κώστας νέος, από την εποχή πριν τον γυρίσω εγώ, γελαστός, με την αμήχανη έκφραση στο πρόσωπό του – ο Κώστας να καπνίζει χαμένος στις σκέψεις του – ο Κώστας με τους πελάτες του στο κατάμεστο καφενείο. Ξένοι και ντόπιοι πελάτες είχανε όλοι τις ώρες τους. Ιδιαίτερα τα πρωινά ανήκε το καφενείο στους ηλικιωμένους του χωριού. Εκεί, περιμένοντας τον ταχυδρόμο, συζητούσανε και αλλάζανε απόψεις, ρουφώντας τον καφέ και καπνίζοντας. Ο καπνός των τσιγάρων τους βάρυνε την ατμόσφαιρα. Όταν κατά το μεσημέρι ο καθένας πήγαινε στο σπίτι και στις δουλειές του άδειαζε το καφενείο για λίγο. Γέμιζε όμως σύντομα με την παρέα μας, αυτούς που περνούσανε τον χειμώνα εκεί, καθώς πιάναμε τα τραπέζια μέσα και έξω, δίπλα στην ξύλινη πόρτα της εισόδου. Συχνά καθόμασταν στην δροσερή σκιά του δένδρου, απέναντι από το καφενείο. Μία θαυμάσια γωνιά, η οποία όπως και τότε δεν μένει ποτέ άδεια. Από εδώ ελέγχεις τον δρόμο και το καφενείο. Είναι ωραίο, που αυτό και σήμερα όπως παλιά είναι και πάλι δυνατό. ![]() Το καφενείο του Κώστα ήτανε για εμάς το κεντρικό σημείο που συναντιόμασταν και ο καθένας είχε την θέση του. Για τον Κώστα έκανε το ίδιο, από που καταγόμασταν, ποιοι ήμασταν, τι είχαμε ζήσει, πώς ντυνόμασταν, άνδρες ή γυναίκες. Εδώ δεν είχε κανένας το δικαίωμα να επιβάλετε στους άλλους. Ο Κώστας μας έδειχνε με τον τρόπο του, πως ζεις αυτήν την φιλοσοφία. Εδώ μπορούσε κανείς να ξεκουραστεί λίγο, ίσως να πάρει έναν ύπνο στον πάγκο, στο πίσω μέρος του καφενείου. Τότε ο Κώστας δεν άφηνε κανέναν να πλησιάσει αυτόν που κοιμότανε. Αυτό μας έκανε να νιώθουμε όλοι μας προστατευμένοι κοντά του. Κάποτε εμφανίσθηκε ένας νέος, σχετικά κλεισμένος στον εαυτό του και όπως φαινότανε δεν είχε χρήματα. Δεν είχε τίποτε άλλο, παρά τα ρούχα που φορούσε – ούτε ένα ζεστό σακάκι, ούτε κάποιο σκέπασμα για την νύχτα και έμενε σε μία οικοδομή. Κάποιος του έδινε κάτι να φάει, κάποιος άλλος του έδινε τσιγάρα. Ο ίδιος περνούσε μέσα από το χωριό χωρίς να μιλάει με κανένα και όλοι τον παρατηρούσανε με καχύποπτο βλέμμα. Μια Κυριακή πρωί τον είδανε να βγαίνει από την αποθήκη του Κώστα, δίπλα στο καφενείο (εκεί που σήμερα μπορεί κανείς να κάθετε σε μία άνετη πλεγμένη πολυθρόνα), με δύο μπουκάλια κρασί στο χέρι. Ο Κώστας έλειπε εκείνη την στιγμή. Γείτονες του μαγαζιού και άλλοι συχωριανοί τριγύρω είχανε νευριάσει και φωνάζανε δυνατά. Και εμείς οι ξένοι είχαμε αναστατωθεί. Τον Κώστα δεν επιτρεπότανε να τον κλέψει κανείς, ποτέ. Τα πνεύματα είχανε οξυνθεί και νόμιζες ότι θα έπρεπε να ανησυχείς για την υγεία του νεαρού, μέχρι που ο Κώστας, ο οποίος στο μεταξύ είχε γυρίσει πίσω, μπήκε στην μέση. Ποιος μας έδωσε το δικαίωμα να φερόμαστε έτσι; Τέτοιο φέρσιμο για δύο μπουκάλια κρασί, που ο φτωχός ήθελε να γευθεί, δεν είναι δυνατό. Μείναμε όλοι άφωνοι. ![]() Ο Κώστας φρόντισε να έρθει ένα ταξί, το πλήρωσε και συνόδεψε τον νεαρό μέχρι να ανέβει και να φύγει, διότι αυτός δεν μπορούσε να μείνει πλέον στο χωριό. Εμείς όλοι είχαμε ντραπεί – το μήνυμα του Κώστα μας έφθασε και έπιασε τόπο. Υπάρχουνε πολλές ιστορίες αυτού του είδους, που αποδεικνύουνε ότι εδώ επιδρούσε ένας μεγάλος άνδρας, ένας άνθρωπος, ο οποίος είχε την ανθρωπιά στην καρδιά του. Ο Κώστας ενέπνεε δύναμη και αγάπη. Το χαμόγελό του μας συγκινούσε. Η καλοσύνη της καρδιάς του μας έδινε ένα ζεστό συναίσθημα. Ο Κώστας πέθανε το 2003. Όλοι μας τον πενθούμε, ο καθένας με τον τρόπο του. Χάρηκα πολύ που το παλιό καφενείο ήταν ανοιχτό για πολύ καιρό ακόμη, για όλους που ανεξάρτητα από ποια γωνιά της γης θα ερχόντουσαν, θα θέλανε να περάσουνε και να δώσουνε έναν τελευταίο χαιρετισμό στον Κώστα που έφυγε για πάντα. ![]() Ο Αντώνης, ο νέος ιδιοκτήτης του καφενείου, μου σερβίρει έναν δυνατό φραπέ, που με ξαναφέρνει πάλι πίσω στην πραγματικότητα του σήμερα... φοράει μία ριγωτή ποδιά, ολόιδια με αυτήν που φορούσε ο Κώστας – και πάλι με παίρνουν τα δάκρυα. Σίγουρα δεν είναι μόνο για μένα μια μεγάλη χαρά, που το παλιό καφενείο εκπληρώνει τον ορισμό του – και με αυτό η απτή ανάμνηση στον πάλε ποτέ ιδιοκτήτη του, στον οποίο ανήκει το όνομα του καινούργιου καφενείου. Το καινούργιο καφενείο, διακοσμημένο με πολύ αγάπη προσφέρει χώρο και είναι ανοιχτό για όλους τους παλιούς και νέους επισκέπτες – τους τουρίστες και την νεολαία του χωριού και της γύρω περιοχής. Αυτό είναι κάτι που θα άρεσε και στον Κώστα. Σήμερα μεροληπτεί ο νέος ιδιοκτήτης του καφενείου, ο Αντώνιος Σφακάκης, για την άνεση της πελατείας. ![]() |