Πάρε γκαζόζα!



Έζησα και εγώ στα Πιτσίδια. Βέβαια λιγότερο σαν τουρίστρια στις διακοπές, αλλά ήμουνα εκεί, όπως και πολλοί άλλοι, αναζητώντας την ζεστασιά της Κρήτης τον χειμώνα του 1991. Τότε - λόγω του πολέμου στο Ιράκ - πολλοί προτιμήσανε την σιγουριά στην Κρήτη, που ειδάλλως θα περνούσανε τον χειμώνα στην χερσόνησο του Σιναί. Εκείνο τον χειμώνα στα Πιτσίδια ήτανε τα πάντα κατειλημμένα.

Αρχές της δεκαετίας του ΄90 είχα αρκετό χρόνο στην διάθεσή μου, οικονομικά είμουνα κάπως καλυμμένη και μη έχοντας υποχρεώσεις ξεκίνησα να ζήσω έναν ολόκληρο χρόνο στην Κρήτη. Τα ενοίκια ήτανε προσιτά, έτσι που προσιτά νοίκιαζε κανείς ένα σπιτάκι ή έμενε πολύ οικονομικά σε κάποιο ξενώνα. Όσοι δεν είχανε τις οικονομικές δυνατότητες, μένανε σε κάποια παρατημένα ετοιμόρροπα, σαθρά σπίτια, που τραβούσανε από παντού, που όμως τα επιπλώνανε άνετα με έπιπλα που τα μαζεύανε εδώ κι εκεί, και με ότι προσέφερε η φύση.

Έτσι λοιπόν το πάνω κλωνάρι μίας αγάβης με τα σταθερά κλαδιά, που έφθανε από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, γινότανε κρεμάστρα για τα ρούχα, ένα έπιπλο για την αιωνιότητα. Από τις καλαμιές φτιαχνόντουσαν ράφια και διάφορα άλλα χρήσιμα αντικείμενα. Κι όταν κάνοντας περίπατο έβρισκες ένα κομμάτι ύφασμα, το κρεμούσες στον ασοβάντιστο τοίχο, ή ότι άλλο που έβγαζε η θάλασσα στην γειτονική παραλία Κόμομπητς.

Τον χειμώνα η ποικιλία των λουλουδιών. Τον Γενάρη, πρώτα όλα τα κιτρινόχρωμα, αργότερα, τον Φλεβάρη, προσθέτονται οι άγριες ανεμώνες με χρώματα άσπρο, ανοιχτό ροζ, γαλάζιο ουρανί, βαθύ κόκκινο και σκούρο μοβ. Και ξαφνικά ανθίζουν τα πάντα στο λιβάδι: ο Υάκινθος, η Παπαρούνα, ο Ρανούγκουλος και άλλα αμέτρητα πολλά. Το μεγαλοπρεπές σκουροκόκκινο φιδόχορτο, που σε αντίθεση με την αριστοκρατική του εμφάνιση εξαπλώνει μία δυσοσμία που θυμίζει σήψη.

Προερχόμασταν από όλες τις ηπείρους, ένας πολύχρωμος λαουτζίκος. Μερικοί ταξιδεύανε για την Ευρώπη, αλλά αποφασίσανε, ότι η Κρήτη είναι ο ιδεώδης τόπος διαμονής μέχρι να περάσει ο χειμώνας. Άλλοι απλώς μείνανε κολλημένοι στο νησί, ίσως για μιαν αγάπη που είχε τελειώσει προ πολλού, όμοια όπως και τα λεφτά τους. Μερικοί θέλανε μόνο να ξεφύγουνε τον πόλεμο στην πατρίδα τους. Κάποιοι λίγοι είχανε ενσωματωθεί στην ζωή της Κρήτης, μιλούσανε την γλώσσα και είχανε τις σχέσεις, που χωρίς αυτήν δεν γινότανε τίποτε.

Ήμασταν άτομα χωρίς παρελθόν. Η ζωή μας πριν έρθουμε στην Κρήτη δεν είχε σημασία και δεν μετρούσε. Σπάνια μιλούσαμε για τις προσωπικές μας εμπειρίες από τις πατρίδες μας, ίσως πότε πότε τα βράδια όταν μαζευόμασταν κάπου για να ζεσταθούμε στο τζάκι ή για να μαγειρέψουμε κάτι, όταν ο Κώστας κατά τις οχτώ έκλεινε το καφενείο. Το εδώ και το τώρα μετρούσε.

Ήτανε το χειμωνιάτικο κρύο, που μας έκανε και μαζευόμασταν στις παρέες και στα νυχτέρια, ίσως λίγο και η ανία ή τα προσωπικά μας συναισθήματα μοναξιάς. Οπωσδήποτε όμως και οι φόβοι σε κάποιες αδιαπέραστα μαύρες νύχτες της Κρήτης. Αλλά και η περιέργεια του ενός για τον άλλον.

Την ημέρα μας την διαμορφώναμε διαφορετικά, ανάλογα με τις προσωπικές μας προϋποθέσεις. Ήτανε η εποχή του μαζέματος της ελιάς και των πορτοκαλιών, μεταξύ Νοέμβρη και Φλεβάρη. Τυχερός ήτανε όποιος είχε φέρει λίγα χρήματα. Οι άλλοι χαιρώντουσαν, αν είχανε μερικές μέρες, ίσως εβδομάδες, δουλειά στο ίδιο αφεντικό. Η βαριά δουλειά ήτανε κακοπληρωμένη. Όμως τα λεφτά τουλάχιστον για το νοίκι και το φαγητό έπρεπε να μαζευτούνε. Και για την παρέα.

Το καθιστικό μας ήτανε βέβαια το καφενείο του Κώστα. Αυτό βρίσκεται στα δεξιά του δρόμου, όταν έρχεσαι από την εκκλησία και περνάς από το παλιό μέρος του χωριού πριν βγεις στην πλατεία.







Κώστας Σφακάκης !


Εκείνο τον χειμώνα του 1991 ήτανε ο Κώστας γύρω στα 80. Ένας άνδρας προχωρημένης ηλικίας, όμως σε καμία περίπτωση αδύναμος μη δε γερασμένος, του οποίου την λεβεντιά σεβότανε ο καθένας. Τότε δεν μου φαινότανε καθόλου γέρος, πολύ περισσότερο διαχρονικός, αιώνιος, σαν να ζούσε από πάντα και για πάντα στο καφενείο του. Για μένα ενσάρκωνε με την κάθε του ίνα αυτό που εγώ αγαπώ και ονομάζω Κρήτη. Πότε πότε σκεπτόμουνα, ότι αν κάποτε πεθάνει ο Κώστας, μαζί του θα έχει πεθάνει και η παλιά Κρήτη.

Με το σκούρο βαρύ παλτό του, που τον χειμώνα το έριχνε μόνο επάνω στους ώμους του σαν μανδύα, τον χαρακτηριστικό μαύρο του μπερέ, τα μποτίνια του, που όταν τον ενοχλούσανε τα πόδια του, τα πατούσε έτσι, που μοιάζανε κάτι μεταξύ παντόφλες και παπούτσια οικοδομής. Η ριγωτή ποδιά του πάνω από την κρητική του βράκα.

Ο Κώστας πήγαινε πάντα καμαρωτός, σερβίριζε τον καθένα ότι ήθελε, Νεσκαφέ με γάλα, ή πολύ γλυκό. Ελληνικό σε όλες του τις αποδόσεις, που όμως μόνο οι κρητικοί τον πίνανε και παίρνανε θέση φιλοθεάμονος κοινού, ενώ απεναντίας εμείς θέλοντας και μη γινόμασταν πρωταγωνιστές της καθημερινής παράστασης. Παγωμένα ποτά ήτανε θέμα αυτοεξυπηρέτησης. Εκείνο τον χειμώνα μένανε εκεί και αρκετοί Αυστραλοί, με την συνέπεια ακόμη και η κατάψυξη να είναι γεμάτη με μπίρες.

Ο Κώστας νοιαζότανε για όλα, και πότε πότε τον βοηθούσανε και οι συχωριανοί. Το καφενείο του λειτουργούσε και σαν ταχυδρομικός σταθμός. Όταν αρχές του μήνα ήτανε να πληρωθούν οι αγροτοσυντάξεις, γέμιζε το καφενείο με κόσμο. Περιμένανε όλοι ανυπόμονα τον ταχυδρόμο και τα λεφτά.

Έτσι κι εμείς λαχταρούσαμε για ένα διάστημα από τρεις μέρες ως και τέσσερις εβδομάδες μέχρι να μας έρθει ένα γράμμα ή ένα πακέτο από την πατρίδα, με φωτογραφίες ή με τρόφιμα, που δεν τα βρίσκαμε εδώ ίσως γιατί οι τιμές τους ήτανε για εμάς απρόσιτες. Τυχερός όποιος έπαιρνε ένα πακέτο, που το κουβαλούσε στο σπίτι περήφανος, με μάτια να λάμπουν από χαρά.

Ο χώρος του καφενείου ήτανε αρκετά μεγάλος. Δεξιά κι αριστερά, σαν περνούσες την μεγάλη δίφυλλη πόρτα και έμπαινες μέσα, έβλεπες δύο τρία μικρά μετάλλινα τραπεζάκια, βαλμένα ανάλογα με την παρέα που προηγήθηκε, που έτσι και τα ακουμπούσες λίγο κάνανε τόσο πάταγο, έτσι ώστε όποιος ονειροπαρμένος εκείνη την στιγμή ταξίδευε στον κόσμο του τρόμαζε αμείλικτα.

Ένα συμβάν, που το αναφέρουνε όλοι, λέει ότι μία παρέα γέροι του χωριού καθότανε κάποτε κουρασμένοι γύρω από ένα από αυτά τα τραπεζάκια. Ένας από αυτούς αποκοιμήθηκε για λίγο και εκεί ήτανε που με μια κίνηση σαν σε σπασμό τινάχτηκαν τα πόδια του και πέτυχαν χωρίς να το θέλει το τραπέζι, που έκανε έναν τέτοιο θόρυβο, ώστε έβγαλε όλους τους παρόντες από την ληθαργικά τους. Ένας τους ρώτησε τρομαγμένος, 'τι έγινε;' 'ησύχασε, ησύχασε... σεισμός ήτανε' του απάντησε κάποιος.
Ήτανε κι εκείνες οι παλιές καρέκλες με την πλεχτή ψάθα, αλλά και μερικές πιο άνετες από άσπρο πλαστικό. Στον τοίχο αριστερά ένα μεγάλο τραπέζι κάτω από την κόγχη. Σ'αυτήν την κόγχη φυλαγότανε σε ένα πανεράκι τα γράμματα για εμάς τους τουρίστες, μέχρις ότου να πάμε να τα πάρουμε. Πόσες φορές δεν ψάχναμε εκεί για ένα γράμμα, που το περιμέναμε με ανυπομονησία και βρίσκαμε μόνο τα παλιά γράμματα που προοριζότανε για άτομα που είχανε φύγει πριν από χρόνια.

Δίπλα σ'αυτήν την κόγχη ήτανε κρεμασμένα τα χαρτιά του Κώστα για την άδεια και λειτουργία του καφενείου, με μία φωτογραφία του όταν ήτανε νέος.

Επάνω στο τραπέζι, που χρησίμευε και για να αποθέτουμε και το πανέρι όταν το ψάχναμε για κανένα γράμμα, βρισκότανε εκτός αυτού και ο δίσκος με ένα ανοιχτήρι για τα μπουκάλια γεμάτο με τα καπάκια από τις μπίρες και μερικές γκαζόζες. Μου είναι ανεξήγητο, το πως τα κατάφερνε ο Κώστας να μετράει μόνο τα καπάκια και να ξέρει πόσες μπίρες είχε πιωμένες ο καθένας και τι είχε απλήρωτο και μάλιστα κατά την διάρκεια μιας ολόκληρης ημέρας. Πρέπει να πω, ότι ο ίδιος πρόσεχε πάντα να υπάρχει και κάποια ισορροπία.

Όταν λοιπόν κάποιου τα οικονομικά για ένα διάστημα δεν ήτανε και τόσο καλά, τότε ο Κώστας του έπαιρνε λιγότερα και αντί για πέντε μπίρες του κρατούσε μόνο τρεις. Κάποιος άλλος από την παρέα, που ίσως είχε κάπως περισσότερα, πλήρωνε τα υπόλοιπα και ισορροπούσε την κατάσταση.

Πότε πότε μάλιστα κερνούσε και ο ίδιος. Πάρε γκαζόζα, έλεγε, κερνάω.

Δίπλα στην κόγχη του τοίχου ήτανε και η γωνία που χρησίμευε και σαν κουζίνα, το εργαστήρι του καφενείου. Ήτανε ένας πάγκος στην γωνία με ένα πετρογκάζ και από δίπλα ο νεροχύτης. Σε ένα λοξά κρεμασμένο ντουλαπάκι ήτανε τα ποτήρια. Φλυτζάνια για τον Νεσκαφέ, που ήτανε μόνο για τους τουρίστες, δεν υπήρχανε. Ο Νεσκαφέ σερβιριζότανε αποκλειστικά σε ποτήρια. Στο κουζινάκι αυτό υπήρχε πάντα ζεστό νερό σε μία κατσαρόλα, που το κάτω μέρος της είχε ένα βρυσάκι, και έτσι κάναμε ροφήματα διαφόρων αποδόσεων.

Ο καφές και η ζάχαρη φυλαγόντουσαν σε τενεκεδένια κουτιά, αριστερά η ζάχαρη και δεξιά ο καφές για τον ελληνικό. Στην γωνιά κρεμασμένα σειρά στα καρφιά στον τοίχο διάφορα πράγματα για την καθημερινή χρήση: ένας μικρός καθρέφτης, κλειδιά, λαστιχάκια, διάφορα μικρά κόσκινα, ένα ψαλίδι και αν θυμάμαι καλά, ο Κώστας ξυριζότανε συχνά στο καθρεφτάκι.

Αυτή η γωνίτσα με το κουζινάκι έλαμπε εκείνη την χρονιά βαμμένη με ένα χαρούμενο γαλάζιο, όμοια όπως η πόρτα και ο μισός τοίχος κατά μήκος σε όλο το εσωτερικό του καφενείου. Το υπόλοιπο ήτανε ασβεστωμένο άσπρο. Για φωτισμό την νύχτα ανάβανε δύο ακάλυπτοι ηλεκτρικοί γλόμποι.

Το πάτωμα ήτανε στρωμένο με τσιμέντο, το οποίο προς το πίσω μέρος του χώρου ήτανε κάπως ανυψωμένο για μερικά εκατοστά, έτσι που σε προχωρημένη ώρα κάποιος που τα είχε κοπανήσει και ήτανε στα κέφια, θέλοντας να κάνει λίγο πίσω με την καρέκλα του σκόνταφτε εκεί και ξαπλωνότανε φαρδιά πλατιά.
Σαν ιδιαιτερότητα αποτύπωσε κάποιος το σχήμα ενός μεγάλου οκτάφυλου λουλουδιού, κάπου δύο μέτρα από την πόρτα, με άγνωστη όμως έννοια.

Κάποτε φωτογράφησε κάποιος τον Κώστα και του χάρισε την φωτογραφία κορνιζαρισμένη, ελπίζοντας ότι θα στόλιζε έναν από τους τοίχους του καφενείου. Η φωτογραφία αυτή, παρόλο που ήτανε επιτυχημένη, παρέμεινε όλο το καλοκαίρι αφημένη επάνω στο ψυγείο, μα και αργότερα δεν κρεμάστηκε ποτέ στον τοίχο. Αντ'αυτού στους τοίχους ήτανε κρεμασμένες διάφορες φωτογραφίες συχωριανών να κάθωνται μπροστά στο καφενείο, ένας χάρτης της Κρήτης, ένα ημερολόγιο, η φωτογραφία ενός καραβιού της Μίνωαν, καθώς και διάφορες ανακοινώσεις.

Λένε ότι ένας από εμάς του χάρισε κάποτε καφέ από την Νικαράγουα. Τότε ήτανε ένδειξη αλληλεγγύης με την κυβέρνηση των Σαντινίστας της χώρας αυτής, το να αγοράζεις αυτόν τον κάπως ακριβό καφέ σε συγκεκριμένα καταστήματα στην Γερμανία. Η "σαντίνο-δόση" έδινε όλη την τιμή στο όνομά της.

Το δώρο αυτό εξαφανίσθηκε σε ένα τενεκεδοκούτι, αναμιγμένο με τον υπόλοιπο Νεσκαφέ - για τους τουρίστες. Μετά από αυτό υπήρχε μετά για αρκετό διάστημα ζεστό νερό και η "δόση" καφέ, που ξετίναζε σαν ρουκέτα το πρωί όποιον τον έπινε. Τον πίνανε όμως μόνο όσοι είχανε γερό στομάχι.

Στα δεξιά της κουζίνας ήτανε στημένο ένα δεύτερο ψυγείο, διότι με την αύξηση των τουριστών αυξήθηκε ανάλογα και η κατανάλωση των ποτών.

Στο ράφι του τοίχου ήτανε κρεμασμένη μία σακούλα με φιστίκια, που μας τα έδινε ο Κώστας συνοδεία στην μπίρα. Στην παλάμη του σαν φτυάρι χωρούσε άνετα μισό κιλό φιστίκια, τα οποία μας τα σερβίριζε σε ένα πιάτο, μα όταν η ώρα ήτανε περασμένη και η ρακί έδινε κι έπαιρνε τα άφηνε απλώς σκόρπια επάνω στο τραπέζι.

Ένας από εμάς, ένας πρώην πολύ καλός κιθαρίστας από την Αγγλία, που ζούσε στην Πάρο και ερχώτανε πότε πότε για μερικές εβδομάδες επίσκεψη στην Κρήτη, έγραψε εκείνο τον χειμώνα το μπλουζ του Κώστα με βάση το "Hey Joe" του Τζίμη Χέντριξ:

“Hey Kóstas, where do you go with all these peanuts in your hands?
Hey Kóstas, where do you go with all these peanuts in your hands?
I go down south to the kiosk to buy those Papastrátos……”

Το μεγάλο τραπέζι του καφενείου, στο πίσω μέρος του χώρου, αντικριστά στην είσοδο ήτανε σπάνια πιασμένο από εμάς, σε μεγάλη παρέα. Εδώ καθότανε ο Κώστας, με το βλέμμα προς την πόρτα, τα πόδια διάπλατα, σκυμμένος λίγο μπροστά, με μία πολύ σοβαρή έκφραση στο πρόσωπο. Τι να σκεφτότανε άραγε τότε εκεί; Μήπως κοιτούσε απλώς τα μικρά ουράνια τόξα στο πλαστικό τραπεζομάντιλο; Ίσως και να μας αφουγκραζόταν πότε πότε. Εμείς ήμασταν της γνώμης, ότι μας καταλάβαινε κι ας μιλούσε αυτός μόνο κρητικά. Γερμανικά καταλάβαινε ίσως λίγα, αλλά τουλάχιστον αγγλικά και ποιος ξέρει πόσες άλλες γλώσσες ακόμη.

Καμιά φορά του αρκούσε και μόνο μια ματιά στα πρόσωπα εμάς των παιδιών για να καταλάβει τι συνέβαινε. Όμως πάντα εχέμυθος. Ποτέ δεν απευθυνότανε σε κάποιον απευθείας σε μία προσωπική υπόθεση. Κι όμως, μας έβλεπε πάντα με γνώση και γεμάτος κατανόηση.

Κοντά του νιώθαμε προστατευμένοι. Ο ίδιος δεν είχε παιδιά και έτσι αισθανόμασταν λίγο πολύ ότι μας είχε ψυχοπαίδια του. Εμένα μου έφθανε πότε πότε, συχνά μάλιστα και στα χρόνια αργότερα, και ήτανε τιμή για μένα, να κάθομαι κοντά του, να νιώθω την ζεστασιά του, την καλοσύνη του, την δύναμή του. Να κοιτάω τα μεγάλα του χέρια. Πολύ θα ήθελα να πάρω το χέρι του στα δικά μου χέρια για μια στιγμή, όμως ο σεβασμός μου απέναντί του μου όριζε να κρατήσω απόσταση.

Όταν έκανε λιακάδα καθόμασταν τις περισσότερες φορές έξω. Τα μικρά, ξεχαρβαλωμένα τραπέζια στηνόντουσαν δεξιά αριστερά από την πόρτα, το ένα συχνά απέναντι, κάτω από το δένδρο. Ήτανε ήδη ένα παράξενο συναίσθημα, να κάθεσαι εκεί και κάποιος νέος να τρέχει πατητός στον δρόμο με το αυτοκίνητο ή την μηχανή του. Από ότι ξέρω όμως δεν έγινε ποτέ ένα ατύχημα.

Όταν καθότανε κανείς μπροστά στο καφενείο, είχε καλή θέα στα δεξιά προς την πλατεία (που εμείς οι ξένοι την ονομάζαμε χοιρινά καπούλια), με το γραφείο της τοπικής οργάνωσης του ΠΑΣΟΚ κάπως διαγώνια απέναντι, το καλό χασάπικο παραδίπλα με τις φωτεινές ρεκλάμες νέον να δείχνουν ευτυχισμένες αγελάδες και χοίρους, το υφαντήριο της τόσο φιλικής Μαρίας, που ύφαινε και πουλούσε θαυμάσιες κουβέρτες με αρμονικές συνθέσεις χρωμάτων, και απέναντι το παντοπωλείο.

Αριστερά, δίπλα στο καφενείο βρισκότανε το σχεδόν ποτέ ανοιχτό γραφείο της τοπικής οργάνωσης της ΝΔ με τις αντίστοιχες ασπρογάλαζες μισοσχισμένες αφίσες και εκεί δίπλα η κολόνα της ΔΕΗ, που όταν η υγρασία ήτανε ανεβασμένη έβλεπες τις γραμμές να σπινθηρίζουν. Καμιά φορά μάλιστα φαινώτανε μετά και μια μικρή φλογίτσα.

Ένα μικρό δρομάκι στην απέναντι μεριά του καφενείου έβγαζε στην άκρη του χωριού, όπου έβλεπες και κάποια νεόκτιστα.

Ένα πρωί, εκεί που καθόμασταν έξω και πίναμε τον πρώτο μας καφέ, ήρθε ένα φορτηγό φορτωμένο τούβλα. Ερχότανε πολύ σιγά από αριστερά. Εμείς απορούσαμε και αναρωτιόμασταν, τι ήθελε εκεί, επειδή και ο δρόμος δεν ήτανε και τόσο πλατύς. Σταμάτησε ακριβώς μπροστά στο καφενείο και άρχισε να σηκώνει την νταλίκα για να ξεφορτώσει στην μέση του δρόμου χωρίς προειδοποίηση.

Ήτανε βέβαια και επικίνδυνο αυτό, διότι πολλά από τα τούβλα πέφτανε και στα πλάγια. Με μάτια γεμάτα τρόμο, κοκκινισμένα ακόμη από την τελευταία νύχτα, διαλυθήκαμε πηδώντας όπου νάνε και γυρεύοντας το σίγουρο. Όταν ξεφόρτωσε και μετά απομακρύνθηκε και πάλι με όλη του την ησυχία. Για όλη την ημέρα ήτανε πια ο δρόμος κλειστός για την κυκλοφορία. Τα τούβλα τα κουβαλήσανε δύο άτομα με το καρότσι στον προορισμό τους, σε μία οικοδομή κάπως παράμερα από τον δρόμο.

Ο Κώστας είχε μία σκουροπράσινη πλαστική κανάτα με άσπρες βούλες, με την οποία και έβγαινε από καιρό σε καιρό με αυτήν έξω και το νερό που είχε το σκόρπιζε τριγύρω και δρόσιζε το δάπεδο, αλλά πότε πότε το πετούσε και προς το γραφείο της ΝΔ ώστε αυτό έσκαγε εκεί που έπεφτε. Τότε μας κοιτούσε πονηρά, μήπως άρπαξε κάποιος από εμάς μερικές σταγόνες, και διασκεδάζοντάς το γελούσε με την δυνατή φωνή του.

Γύρω στο μεσημέρι τον έπιανε η κούραση. Εδώ που τα λέμε τελικά άνοιγε το καφενείο κάθε πρωί στις πέντε επί εφτά ημέρες την εβδομάδα, πενηνταδύο εβδομάδες τον χρόνο. Έβγαζε τότε μία καρέκλα στον ήλιο, καθότανε καβάλα αγκαλιάζοντας την ράχη της και ακουμπώντας το κεφάλι στα χέρια του μισοκοιμότανε με τον ήλιο στην πλάτη του. Μία εικόνα γεμάτη αγαλλίαση.

Μιας και του άρεσε το κάπνισμα και νιώθοντας εγώ την ανάγκη να του κάνω ένα δώρο, του έφερα κάποτε έναν όμορφο αναπτήρα μάρκας „Τσιππο“ από την Γερμανία, που τον τύλιξα μάλιστα και σε ωραίο χαρτί. Ένας από τους φίλους του, που ήτανε εκεί όταν εγώ του παρέδωσα το δώρο και επειδή ο Κώστας δεν το άνοιξε αμέσως, ρώτησε περίεργος: "Τι είναι αυτό;", και ο Κώστας του απάντησε λακωνικά: "Ένα δώρο". Όταν το άνοιξε και είδε ο ίδιος τι ήτανε, το παρατήρησε λίγο, το δοκίμασε, με ευχαρίστησε, το εξαφάνισε στην τσέπη του σακακιού του και συνέχισε να χρησιμοποιεί τον πλαστικό του αναπτήρα μίας χρήσης.

Το σήμα κατατεθέν του Κώστα ήτανε ο μπερές του. Όταν τον επισκέφθηκα μία από τις τελευταίες φορές, φορούσε έναν μάλλινο σκούφο αντί του συνηθισμένου μπερέ. Είχα ακούσει ότι τον χειμώνα που πέρασε ήτανε πολύ άρρωστος και όλοι υπολογίσανε με το χειρότερο. Χάρηκα όταν τον είδα να κάθετε μπροστά στο καφενείο του. Με κάλεσε να καθίσω στο τραπέζι του, παρέα με έναν ακόμη συχωριανό φίλο του. Κεφάτος μου πρότεινε: "Πάρε γκαζόζα", κάτι που το έκανα αμέσως. Εγώ απορημένη τον ρώτησα, που είναι ο μπερές του και γιατί τώρα φορούσε τον σκούφο. Με κοίταξε πλάγια και διασκεδάζοντάς το μου απάντησε: "Αυτήν εδώ την ανόητη σκούφια την έπλεξα ο ίδιος τον περασμένο χειμώνα".

Συζητήσαμε για λίγο διάφορα πράγματα. Κάποτε ήρθε η ώρα να φύγω για το γειτονικό χωριό, όπου έμενα για τις δύο εβδομάδες των διακοπών μου. Κάθε φορά, όταν έφευγα, συνειδητοποιούσα το συναίσθημα, ότι ίσως να τον έβλεπα για τελευταία φορά. Και κάθε φορά με έπιανε η λύπη στην σκέψη αυτή. Έτσι και τώρα. Τον αποχαιρέτησα και του ευχήθηκα το συνηθισμένο "καλό χειμώνα και του χρόνου". Ο Κώστας και ο φίλος του κοιταχτήκανε, ξεκαρδιστήκανε στο γέλιο και μου απάντησε: "Εάν υπάρχουμε μέχρι τότε ακόμη".

Την τελευταία φορά, που επισκέφθηκα τον Κώστα, δεν κάθισα στο τραπέζι του. Δύο τραπέζια ήτανε έξω, δεξιά κι αριστερά στην πόρτα. Αυτός καθότανε με ένα γνωστό του στην μία πλευρά, εγώ κάθισα μόνη μου στο τραπέζι στην άλλη. "Πάρε γκαζόζα". Μείναμε σιωπηλοί. Και στον δρόμο δεν υπήρχε κίνηση αυτό το απόγευμα του Οκτώβρη 2002. Έκανε ήδη λίγο ψύχρα. Ο χρόνος φαινότανε να έχει σταματήσει. Ξαφνικά ακούσαμε θόρυβο. Ήτανε τα ψηλοτάκουνα ενός κοριτσιού από το χωριό, που περνούσε με βιαστικό βήμα. Ο Κώστας κοίταξε με ενδιαφέρον τα παπούτσια της νεαρής και όταν αυτή απομακρύνθηκε λίγο, γύρισε τότε σε μένα και μού είπε μόνο: "Τα παπούτσια", με την έννοια: "Στην εποχή μου αυτά τα τρελά δεν τα είχαμε". Λίγο αργότερα και αφότου ήπια την γκαζόζα τους αποχαιρέτησα και για αυτήν την χρονιά.

Αυτήν την φορά όμως δεν ευχήθηκα "και του χρόνου". Η ευχή μου δεν θα εκπληρωνότανε ούτως ή άλλως.

Ο Κώστας πέθανε τον χειμώνα που ακολούθησε σε ηλικία πάνω από ενενήντα. Ένας μεγάλος άνδρας, ένας άνθρωπος γεμάτος αξιοπρέπεια. Πάντα πιστός στον εαυτό του. Ο καλός μας πατέρας, παππούς και φίλος, που τόσο αυτονόητα μας συνόδευσε και μας καθοδήγησε για ένα μέρος του δρόμου μας, χωρίς αυτό να μας είναι συνειδητό. Ο Κώστας, που πάντα ήτανε εκεί, από τις πέντε τα ξημερώματα μέχρι τις οχτώ το βράδυ και τα καλοκαίρια μέχρι τις εννέα.

Ο Κώστας, παρέα με τον οποίο εγώ πότε πότε κάπνιζα και ένα τσιγάρο, όταν τα ξημερώματα γύριζα με το μηχανάκι από τα Μάταλα πηγαίνοντας για το σπίτι μου στον Σίβα και σταματούσα για λίγο στο καφενείο. Για αυτόν ήτανε το πρώτο τσιγάρο στην καινούργια ημέρα, για μένα το τελευταίο της νύχτας που τέλειωνε. Κάτι κοινό. Δεν μιλούσαμε σχεδόν ποτέ, μοιραζόμασταν μόνο την ευτυχία της απόλαυσης ενός τσιγάρου τα ξημερώματα στην ησυχία, πριν έρθουν οι γερόντοι του χωριού και πάρουν τις θέσεις τους.

Ο Κώστας, που τόση έγνοια μας έδωσε και θαλπωρή. Χωρίς πολλά λόγια, παρά με την στιβαρή παρουσία του, την ανθρωπιά του, την καλοσύνη στα μάτια του.

Ο Κωστάκης, που συχνά με σοβαρό πρόσωπο έριχνε το βλέμμα του κάτω, όταν καθότανε στην καρέκλα του, σκυμμένος μπροστά, βυθισμένος στις σκέψεις του. Όταν κάποιος του μιλούσε, χαμογελούσε και έλαμπε ως και η μικρότερη πτυχή των ρυτίδων στο πρόσωπό του. Τα φωτεινά του μάτια. Το χαμόγελό του απλωνότανε και άστραφτε όλο του το είναι. Αυτό το χαμόγελό του, που τον κρατάει ζωντανό στην ανάμνησή μου.

Επίλογος